Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Γεώργιος Βιζυηνός ~ Αφαιρεμένη ~


Στ᾿ ἀνοιχτὸ τὸ παραθύρι,
ὅπως ἔλαχ᾿ ἔχει γύρει
λυπημένη κοπελιά.

Δὲν τὴν μέλλει πὼς ἡ αὔρα
παίζει καὶ σκορπᾷ τὰ μαῦρα
τὰ λυμένα της μαλλιά.

Στὸν ἀγκών᾿ ἀκουμβισμένη,
στὴν παλάμη ἔχει γερμένη
τὴν ὡραία κεφαλή.

Καὶ βεβαίως δὲν τὸ ξέρει,
πὼς τ᾿ ὁλόγυμνό της χέρι
μύριους πόθους προκαλεῖ.

Ἡ χλωμὴ μορφή της μοιάζει
τὸ λευκάνθεμο, ποὺ σπάζει
τοῦ βορηᾶ ἡ ψυχρὴ πνοή.

Κόρη μόλις στὰ δεκάξη,
ποιὰ φουρτοῦνα ἔχει ταράξει
τὴν ἀθῴα σου ζωή;

Ἡ ματιά σου σὲ ποιὰ χώρα
ταξειδεύει τόση ὥρα
κι᾿ ἀφαιρέθῃς σκυθρωπή;

Καὶ γιατί τ᾿ ἁγνά σου χείλη,
ποὺ ἡ χαρὰ μὲ δαῦτα ὠμίλει,
τὰ κλειδώνει ἡ σιωπή;

Ἀπὸ τῶν ματιῶν τὴν ἄκρη
ἁρμυρὴ δροσιὰ τὸ δάκρυ
σιγαλὸ κατρακυλᾷ.

Πότισμα ἀπὸ τέτοια αὐλάκια
κάθε κόρης μαγουλάκια
τὰ χλωμιάζει τὰ χαλᾷ.

Κι᾿ ὅταν ἡ καρδιὰ στὰ στήθη
ἀγαπᾷ, μὰ ἐλησμονήθη
ἀπ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ ἀγαπᾷ,

μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ ξέρῃ
πόσο πάσχει κι᾿ ὑποφέρει,
καὶ γιὰ τοῦτο σιωπᾷ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου