2.
Αγαπητη Ελοιζα,
Τουτος ο Ιουλης ηταν φθινοπωρινος.το νερο με μανια με πολιορκουσε μακρια σου,θολωνε τα τζαμια,σκοτεινιαζε τ αντικειμενα.
Κοιτουσα στο φως του καντηλιου κρυφα τη φωτογραφια σου κι ολο ετουτη το ποταμι που το σπιτι στη μεση του ειχε βρεθει θαρρεις,
Γινοταν κινησεις των χειλιων κι ατελειωτα υγρα φιλια.και μου ψιθυριζε σ αγαπω για ωρες.ανεβηκα στη σοφιτα,η ανασα ηταν ζωντανη κει πανω
Και τι κοιτουσα να θολωνει το τζαμι στο λιγοστο φως απο πισω.κι υστερα απ εξω,ροη τεραστια μου αρπαζε τη ζεστασια τις ανασας και την κατηφοριζε ολο και πιο χαμηλα,σα να γευοταν το στηθος σου κι ορμουσε με μανια να ξεπλυθει απ το παθος.μια απο τις επομενες μερες ξεκοψα,σηκωθηκα απο τα παραμυθια που εγραψα και κοιταξα εξω ενα κιτρινο φως ιδιο με τις μπουκλες σου.φορασα τα βαρια σκουρα ψηλα αρβυλα και βγηκα μες τη λασπη.το λιβαδι ηταν ενα ονειρο,σα τη πλατη σου που βαραινε το χερι μου για να τη διασχισω.το ιδιο δυσκολα μετρουσα το επομενο βημα.
μα ειχε μια λεπτη βροχη απομεινει στο οριζοντα και ριχνοταν,κυλουσε,σα να την εστελνες εσυ να ταξιδεψει σα σε ληθαργο ολο μου το κορμι.το βραδυ εμεινα εμπρος απο το τζακι κι αποστηθησα τα παραμυθια.τα διηγηθηκα στα σκυλια και γνεψαν με τα ματια τους οτι ειναι καταλληλα.κι υστερα φυλλο το φυλλο τα εκαψα ενα ενα.τουτα τα εβαλα στο νου Ελοιζα και μικρη μου,σα μπει φθινοπωρο θα στα διηγηθω κολλημενος στα μαγουλα σου.υπαρξη δεν εχουν αλλη και νοημα κι ειναι ντροπη να τα γραφω και μεσα σε τουτο το γραμμα.
για τη τιμη της λογικης και για οσα νιωθω για σενα,θα σε υποχρεωσω να ερθεις μια μερα νωριτερα,για να μη ξεχασω ουτε λεξη.και με τουτη την αγωνια θα ταξιδεψεις κοντα,ενω θα γιομιζω τριανταφυλλο το μαξιλαρι να γυρεις.μικρη μου,καθε φως μου θυμιζει τα μαγουλα σου,τα δαχτυλα μου σοτ κρυο ροδιζουν με τον ιδιο τροπο,σαν ενα τραγουδι να ενωνει το αιμα και το πως κυλα εντος.και καθε πρωινο ειναι σα μια μικρη τουφα το λιγο κιτρινο φως πρωτου με καλυψει το λευκο,και ξυπναω νομιζοντας οτι πεφτουν στα ματια τα μαλλια σου.
μην αργησεις,ο κοσμος δε μπορει να καταλαβει πως σε περιμενω,ο κοσμος ειναι σα τα ξυλινα καδρονια που πινουν το νερο,μα το ποταμι εισαι παντα εσυ.μην αργησεις,πληθαινω ηδη υπερβολικα τα παραμυθια και δεν εχω λογο να τα εξιστορησω αλλου.κι αν δε χαθουν αυτα,θα χαθω εγω μες τα δικα σου ματια...
Αμπελαρντ
Αγαπητη Ελοιζα,
Τουτος ο Ιουλης ηταν φθινοπωρινος.το νερο με μανια με πολιορκουσε μακρια σου,θολωνε τα τζαμια,σκοτεινιαζε τ αντικειμενα.
Κοιτουσα στο φως του καντηλιου κρυφα τη φωτογραφια σου κι ολο ετουτη το ποταμι που το σπιτι στη μεση του ειχε βρεθει θαρρεις,
Γινοταν κινησεις των χειλιων κι ατελειωτα υγρα φιλια.και μου ψιθυριζε σ αγαπω για ωρες.ανεβηκα στη σοφιτα,η ανασα ηταν ζωντανη κει πανω
Και τι κοιτουσα να θολωνει το τζαμι στο λιγοστο φως απο πισω.κι υστερα απ εξω,ροη τεραστια μου αρπαζε τη ζεστασια τις ανασας και την κατηφοριζε ολο και πιο χαμηλα,σα να γευοταν το στηθος σου κι ορμουσε με μανια να ξεπλυθει απ το παθος.μια απο τις επομενες μερες ξεκοψα,σηκωθηκα απο τα παραμυθια που εγραψα και κοιταξα εξω ενα κιτρινο φως ιδιο με τις μπουκλες σου.φορασα τα βαρια σκουρα ψηλα αρβυλα και βγηκα μες τη λασπη.το λιβαδι ηταν ενα ονειρο,σα τη πλατη σου που βαραινε το χερι μου για να τη διασχισω.το ιδιο δυσκολα μετρουσα το επομενο βημα.
μα ειχε μια λεπτη βροχη απομεινει στο οριζοντα και ριχνοταν,κυλουσε,σα να την εστελνες εσυ να ταξιδεψει σα σε ληθαργο ολο μου το κορμι.το βραδυ εμεινα εμπρος απο το τζακι κι αποστηθησα τα παραμυθια.τα διηγηθηκα στα σκυλια και γνεψαν με τα ματια τους οτι ειναι καταλληλα.κι υστερα φυλλο το φυλλο τα εκαψα ενα ενα.τουτα τα εβαλα στο νου Ελοιζα και μικρη μου,σα μπει φθινοπωρο θα στα διηγηθω κολλημενος στα μαγουλα σου.υπαρξη δεν εχουν αλλη και νοημα κι ειναι ντροπη να τα γραφω και μεσα σε τουτο το γραμμα.
για τη τιμη της λογικης και για οσα νιωθω για σενα,θα σε υποχρεωσω να ερθεις μια μερα νωριτερα,για να μη ξεχασω ουτε λεξη.και με τουτη την αγωνια θα ταξιδεψεις κοντα,ενω θα γιομιζω τριανταφυλλο το μαξιλαρι να γυρεις.μικρη μου,καθε φως μου θυμιζει τα μαγουλα σου,τα δαχτυλα μου σοτ κρυο ροδιζουν με τον ιδιο τροπο,σαν ενα τραγουδι να ενωνει το αιμα και το πως κυλα εντος.και καθε πρωινο ειναι σα μια μικρη τουφα το λιγο κιτρινο φως πρωτου με καλυψει το λευκο,και ξυπναω νομιζοντας οτι πεφτουν στα ματια τα μαλλια σου.
μην αργησεις,ο κοσμος δε μπορει να καταλαβει πως σε περιμενω,ο κοσμος ειναι σα τα ξυλινα καδρονια που πινουν το νερο,μα το ποταμι εισαι παντα εσυ.μην αργησεις,πληθαινω ηδη υπερβολικα τα παραμυθια και δεν εχω λογο να τα εξιστορησω αλλου.κι αν δε χαθουν αυτα,θα χαθω εγω μες τα δικα σου ματια...
Αμπελαρντ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου