Τι όμορφη που είσαι.
Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι:
Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ' εμένα.
Καλυμμένη απ' τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ' τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ' τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται,
λάμπει πάνω απ' τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μια γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ' την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ' το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μια μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.
Ύπνος ερωτικός μετά τον έρωτα. Ιδρωμένα σεντόνια
κρεμάμενα απ' την κλίνη στο πάτωμα. Στον ύπνο μου ακούω
το δυνατό ποτάμι. Ο ρυθμός αργοπορεί. Κορμοί μεγάλων δέντρων
κυλούν μαζί του. Στα κλαδιά τους χίλια πουλιά
ακινητούν ταξιδεύοντας μ' ένα μακρύ τραγούδι
από νερό και φύλλα, διακοπτόμενο από άστρα. Περνάω
το χέρι μου κάτω από το λαιμό σου ελαφρά, με το φόβο
μη σταματήσω το τραγούδι των πουλιών στον ύπνο σου. Αύριο στις 10,
όταν θ' ανοίξεις τα παντζούρια κι εισορμήσει στα δωμάτια ο ήλιος
θα φανεί στον καθρέπτη καθαρότερα το δαγκωμένο κάτω σου χείλι
και το σπίτι θα γίνει κατακόκκινο, διάστικτο όλο
με χρυσά πούπουλα και μακρινούς ασυντέλεστους στίχους....
Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες,
κι υστέρα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.
Να με θυμάσαι – μου ’λεγες – έτσι˙
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου˙ με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς να ’χω πια τη φωνή; Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.
Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι:
Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ' εμένα.
Καλυμμένη απ' τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ' τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ' τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται,
λάμπει πάνω απ' τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μια γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ' την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ' το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μια μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.
Ύπνος ερωτικός μετά τον έρωτα. Ιδρωμένα σεντόνια
κρεμάμενα απ' την κλίνη στο πάτωμα. Στον ύπνο μου ακούω
το δυνατό ποτάμι. Ο ρυθμός αργοπορεί. Κορμοί μεγάλων δέντρων
κυλούν μαζί του. Στα κλαδιά τους χίλια πουλιά
ακινητούν ταξιδεύοντας μ' ένα μακρύ τραγούδι
από νερό και φύλλα, διακοπτόμενο από άστρα. Περνάω
το χέρι μου κάτω από το λαιμό σου ελαφρά, με το φόβο
μη σταματήσω το τραγούδι των πουλιών στον ύπνο σου. Αύριο στις 10,
όταν θ' ανοίξεις τα παντζούρια κι εισορμήσει στα δωμάτια ο ήλιος
θα φανεί στον καθρέπτη καθαρότερα το δαγκωμένο κάτω σου χείλι
και το σπίτι θα γίνει κατακόκκινο, διάστικτο όλο
με χρυσά πούπουλα και μακρινούς ασυντέλεστους στίχους....
Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες,
κι υστέρα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.
Να με θυμάσαι – μου ’λεγες – έτσι˙
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου˙ με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς να ’χω πια τη φωνή; Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.
Ἀθήνα 18.11.80
Συλλογὴ «Τὰ Ἐρωτικά», 1981, ἐκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου